συναίνεση
Greek Monolingual
η / συναίνεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και συναίνησις Α συναινώ
συγκατάθεση, συγκατάνευση, αποδοχή
νεοελλ.
1. (αστ. δίκ.) δήλωση επιτρεπτικής βουλήσεως, νόμω προϋποθετική του κύρους ορισμένης δικαιοπραξίας
2. διεθν. δίκ. τρόπος υιοθέτησης μιας απόφασης στα πλαίσια μιας διεθνούς διάσκεψης ή συνόδου διεθνούς σώματος, με απλή συγκατάθεση όλων τών μετεχόντων αντιπροσώπων ή κρατών και όχι με ψηφοφορία
3. φρ. α) «συναίνεση του παθόντος»
(ποιν. δίκ.) συναίνεση με την οποία συνδέονται διάφορα είδη προσβολής τών έννομων αγαθών του προσώπου που υφίσταται τις προσβολές αυτές, οι οποίες όμως δεν στοιχειοθετούν, κατ' αρχήν, άδικες πράξεις ακριβώς διότι ο φορέας τών έννομων αγαθών συμφωνεί σ' αυτό
β) «κοινωνική συναίνεση»
(κοινων.) ρητή ή σιωπηρή συμφωνία και συγκατάθεση της μεγαλύτερης δυνατής πλειονότητας τών μελών ενός κοινωνικού συνόλου για τις αξίες, τον χαρακτηρισμό και την αξιολόγηση τών συνθηκών, καθώς και τους σκοπούς της κοινωνικής ή άλλης δραστηριότητας.