δαφοινήεις
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
εσσα, εν, later form of sq., Nonn.D.1.425.
Spanish (DGE)
(δᾰφοινήεις) -εσσα, -εν
1 rojo como la sangre χαλινός Nonn.D.15.184, cf. 20.107, δ. πρόσωπον rostro inyectado en sangre de Tifeo, Nonn.D.1.425
•de donde sangriento, ensangrentado ὀδούς del dragón que mató Cadmo, Nonn.D.4.361, cf. 37.518, θηροκτόνος ἅρπη Nonn.D.47.541, cf. 22.371, ὄνειρος Nonn.D.44.48.
2 sanguinario, sediento de sangre, causante de muerte ἡγεμονῆες Nonn.D.26.100, fig. κυδοιμός Nonn.D.14.355.
German (Pape)
[Seite 525] εσσα, εν, = folgdm, Nonn. D. 1, 425 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰφοινήεις: εσσα, εν, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 425· πρβλ. φοινήεις.
Greek Monolingual
δαφοινήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δαφοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δα- + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. του φοινός «κόκκινος»].