δηλητήριος

From LSJ
Revision as of 10:49, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητήριος Medium diacritics: δηλητήριος Low diacritics: δηλητήριος Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: dēlētḗrios Transliteration B: dēlētērios Transliteration C: dilitirios Beta Code: dhlhth/rios

English (LSJ)

ον, A noxious, φάρμακα SIG 37(Teos, v B. C.), cf. J.BJ1.13.10, Gal.Nat.Fac.3.7, Hdn.3.5.5. 2 δηλητήριον (sc. φάρμακον), τό, poison, Hp.Ep.19 (Hermes 53.69), Plu. 2.662c, Hdn.1.17.10, Lib.Or.64.33; τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δ. Porph.Abst.3.8.

Spanish (DGE)

-ον
• Morfología: [tb. -ος, -α, -ον Gal.11.763, 12.899, en Aët.8.45, Aët.3.162; plu. dat. -ίοισι Aret.SA 1.7.3, 2.10.3]
I 1nocivo, deletéreo, venenoso φάρμακον SIG 37.1 (Teos V a.C.), I.BI 1.272, Dsc.4.142.1, Gal.1.404, 2.161, Aret.ll.cc., Ath.84f, Ps.Callisth.3.31B, D.C.72.14.4, Epit.8.15.6, Hdn.3.5.5, Clem.Al.Prot.10.89, Chrys.M.54.585, Sopat.Tract.92.6, Hsch., δυνάμεις Androm. en Gal.13.199, ἑρπετόν Plu.Fluu.18.9, ἰός Clem.Al.Prot.10.106, de plantas, Gal.11.683, Aët.1.294, Pall.in Hp.2.150, δένδρον ... δηλητηρίου δυνάμεως Gal.12.127, cf. 10.840, Aët.8.45, βαράθρου δηλητηρίαν αὔραν ἀποπνέοντος Aët.3.162
c. gen. τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητήριόν ἐστι τριχῶν Cyran.2.42.4.
2 fig. pernicioso de los vicios, Pall.V.Chrys.18.310, 19.144, cf. Gr.Nyss.Apoll.131.14.
II subst. τὸ δ. (sc. φάρμακον) veneno κιτρίον ... ἀντιφάρμακόν ἐστι παντὸς δηλητηρίου Ath.84d, καὶ δηλητηρίου ψυχὴ δολερὰ πικρότερον Hld.8.8.2, τὰ ὑγιεινὰ καὶ τὰ νοσερὰ καὶ τὰ δηλητήρια Porph.Abst.3.8, cf. Dsc.5.97.2, Plu.2.662c, M.Ant.6.36, Hdn.1.17.10, Amph.Exerc.926, Basil.Hex.5.4, Lib.Or.64.33, Sopat.Tract.13.24, Cass.Fel.51, Iust.Nou.140 praef.

German (Pape)

[Seite 560] ον, schädlich; φάρμακον, Herodian. 3, 5, 9.

Greek (Liddell-Scott)

δηλητήριος: -ον, βλαπτικός, φάρμακα Ἡρῳδιαν. 3. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 42. 2) δηλητήριον (ἐνν. φάρμακον), τό, «φαρμάκι», Ἀριστ. Φυτ. 1. 5, 7, Πλούτ. 2. 662C.

Greek Monolingual

-ον
βλ. δηλητήριο.

Russian (Dvoretsky)

δηλητήριος: вредоносный, ядовитый (ἑρπετόν Plut.).