διάφρυκτος

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφρυκτος Medium diacritics: διάφρυκτος Low diacritics: διάφρυκτος Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: diáphryktos Transliteration B: diaphryktos Transliteration C: diafryktos Beta Code: dia/fruktos

English (LSJ)

ον, parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.