διαθερμασία
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἡ, warming effect, Epicur. Fr.58.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
calentamiento, ardor ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur.Fr.[21.1] 3 (= Plu.2.1109e).
German (Pape)
[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.
Greek Monolingual
η (Α διαθερμασία) διαθερμαίνω
η διαθερμία
αρχ.
πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση.
Russian (Dvoretsky)
διαθερμᾰσία: ἡ согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).