διασκώπτω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
jest upon, τινά dub. l. in Plu.2.82b; δεῖπνα Ath.2.55d:—Med., jest one with another, bandy jests, X.Cyr.8.4.23.
Spanish (DGE)
burlarse de, ridiculizar τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνα Ath.55d, τὸ εὐνουχῶδες αὐτοῦ Philostr.VS 541, αὐτόν Philostr.VS 556, τοὺς ἀκροωμένους Sch.Ar.Ra.308D., διασκώπτων (ἐμὲ) ἐς ῥᾳθυμίαν καὶ τρόπων χαυνότητα burlándose de mi indolencia y debilidad de carácter Hdn.5.1.3.3
•bromear, hacer bromas en v. pas. καὶ ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο tales eran las bromas que se dirigían X.Cyr.8.4.23.
German (Pape)
[Seite 602] unter einander scherzen, sich gegenseitig verspotten, ταῦτα οὕτω διεσκώπτετο Xen. Cyr. 8, 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
διασκώπτω: μεταξὺ σκώπτω, κάμνω τινὰ ἀντικείμενον τῶν σκωμμάτων μου, τινὰ Πλούτ. 2. 82Β. ‒ Μέσ., ἀμοιβαίως ἀστεΐζομαι, ἀνταλλάσσω σκώμματα, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 23.
French (Bailly abrégé)
railler, acc. ; Pass. être échangé sous forme de railleries, de plaisanteries en parl. de propos;
Moy. διασκώπτομαι plaisanter l'un avec l'autre, échanger des plaisanteries.
Étymologie: διά, σκώπτω.
Greek Monolingual
διασκώπτω (Α)
1. σκώπτω επανειλημμένως κάποιον
2. (-ομαι) ανταλλάσσω σκώμματα με κάποιον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σκώπτω grappen uitwisselen, pass.: ταῦτα … οὕτω διεσκώπτετο zo werden over en weer deze grappen gemaakt Xen. Cyr. 8.4.23.
Russian (Dvoretsky)
διασκώπτω: вышучивать, высмеивать (τινά Plut.): ταῦτα μὲν δὴ οὕτω διεσκώπτετο Xen. так они перебрасывались шутками.