διαφόρημα

From LSJ
Revision as of 11:02, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαφόρημα Medium diacritics: διαφόρημα Low diacritics: διαφόρημα Capitals: ΔΙΑΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: diaphórēma Transliteration B: diaphorēma Transliteration C: diaforima Beta Code: diafo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A thing thrown to and fro; the game of ball, Hsch., Suid. II thing torn to pieces, prey, LXXJe.37.16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 saqueo, despojo ἔσονται οἱ διαφοροῦντές σε εἰς δ. LXX Ie.37.16.
2 excremento Sud.s.u. Ἀρειανός.
3 cierto juego Hsch., Sud.

Greek (Liddell-Scott)

διαφόρημα: τό, τὸ ῥιπτόμενον τῇδε κἀκεῖσε, παίγνιον, σφαῖρα, Ἡσύχ., Σουΐδ. ΙΙ. τὸ εἰς τεμάχιον κατεσπαραγμένον, λεία, Ἑβδ. (Ἱερ. 37. 16).

Greek Monolingual

το (ΑΝ)
1. ό,τι ρίχνεται εδώ κι εκεί, παιχνίδι με μπάλα
2. ό,τι έχει τεμαχιστεί, λεία.