διαψιθυρίζω

From LSJ
Revision as of 11:04, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαψῐθῠρίζω Medium diacritics: διαψιθυρίζω Low diacritics: διαψιθυρίζω Capitals: ΔΙΑΨΙΘΥΡΙΖΩ
Transliteration A: diapsithyrízō Transliteration B: diapsithyrizō Transliteration C: diapsithyrizo Beta Code: diayiquri/zw

English (LSJ)

A whisper, πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων δ. Thphr.Char.2.10. II whisper among themselves, LXXSi.12.18, Plb.15.26.8, Luc. Gall.25.

Spanish (DGE)

murmurar πρὸς τὸ οὖς Thphr.Char.2.10, πολλά LXX Si.12.18, unos c. otros, Plb.15.26.8, πρὸς ἀλλήλους Luc.Gall.25, Procop.Aed.1.3.8, en v. pas. διαψιθυριζόμενα murmuraciones Procop.Goth.4.32.30.

German (Pape)

[Seite 614] durchzischeln, flüstern, Pol. 15, 26, 8; πρὸς ἀλλήλους, Luc. Somn. 25.

Greek (Liddell-Scott)

διαψῐθῠρίζω: ψιθυρίζω ἀμοιβαίως (-ομεν πρὸς ἀλλήλους), Πολύβ. 15. 26, 8, Λουκ. Ἀλεκ. 25.

French (Bailly abrégé)

murmurer, chuchoter.
Étymologie: διά, ψιθυρίζω.

Greek Monolingual

διαψιθυρίζω (Α)
1. μιλώ ψιθυριστά
2. ψιθυρίζω αμοιβαία.

Greek Monotonic

διαψῐθῠρίζω: μέλ. -σω, ψιθυρίζω κάτι σε κάποιον κι έτσι διαδίδω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαψῐθῠρίζω: перешептываться, шептаться (Polyb.; πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Middle Liddell

fut. σω,
to whisper among themselves, Luc.