διεκπλώω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
v. διεκπλέω.
Spanish (DGE)
v. διεκπλέω.
German (Pape)
[Seite 618] ion. = διεκπλέω, Her. 2, 29 u. öfter, durchsegeln.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλώω: ἴδε ἐν λ. διεκπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διεκπλέω.
Greek Monotonic
διεκπλώω: Ιων. αντί δι-εκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπλώω: ион. = διεκπλέω.