δορυξόος

From LSJ
Revision as of 11:18, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορυξόος Medium diacritics: δορυξόος Low diacritics: δορυξόος Capitals: ΔΟΡΥΞΟΟΣ
Transliteration A: doryxóos Transliteration B: doryxoos Transliteration C: doryksoos Beta Code: doruco/os

English (LSJ)

ον, contr. δορυ-ξοῦς, ουν, (ξέω) spear-polishing: maker of spears, Plu.Pel.12:—also δορυ-ξός, ὁ, Ar.Pax 447,1213; δορυ-ξύς, PTeb.278.4 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): -ξοῦς Poll.7.156
el que hace lanzas, lancero τὰ τῶν περιοικούντων ἐργαστήρια δορυξόων Plu.Pel.12, cf. Poll.l.c., D.Chr.77/78.12, Aristid.Or.3.294.

German (Pape)

[Seite 660] zsgzgn δορυξοῦς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.

Greek (Liddell-Scott)

δορυξόος: -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.

French (Bailly abrégé)

-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui façonne des bois de lances.
Étymologie: δόρυ, ξέω.

Greek Monolingual

δορυξόος και δορυξοῦς και δορυξός, ο (Α)
κατασκευαστής δοράτων.

Greek Monotonic

δορυξόος: συνηρ. -ξοῦς, ὁ (ξέω), τεχνίτης, κατασκευαστής δοράτων, σε Πλούτ.· επίσης, δορυξός, , σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δορυξόος: стяж. δορυξοῦς ὁ копейный мастер Plut.

Middle Liddell

adj n [ξέω]
a maker of spears, Plut., δορυξός Ar.