δυσέκφορος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ον, hard to pronounce or utter, Phld.Po.994 Fr.22, 1676.8, D.H.Comp.12, 16 (Sup.); λαλιά Cat.Cod.Astr.2.167. Adv. -ρως, δ. καὶ τραχέως λαλεῖν Str.14.2.28.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que es difícil de pronunciar palabras o frases, Phld.Po.C 19.25, cf. Po.A e.17, γράμματα D.H.Comp.12.3, cf. 16.8, 9
•subst. τὸ δ. dificultad de pronunciación τῶν γραμμάτων D.H.Comp.22.21.
2 que tiene dificultades para pronunciar βραδυγλώσσους <σημαίνει> καὶ δυσέκφορον τὴν λαλιὰν ἔχοντας ἢ τραυλούς Vett.Val.375.26.
II adv. -ως de manera difícil de pronunciar λαλεῖν Str.14.2.28.
German (Pape)
[Seite 678] schwer herauszubringen, Sp.; bes. = schwer auszusprechen, Dion. Hal.; Schol. Eur. Phoen. 271. – Adv., δυσεκφόρως καὶ τραχέως λαλεῖν Strab. XIV p. 662.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκφορος: -ον, ὁ δυσκόλως προφερόμενος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 66. ― Ἐπίρρ. -ρως, Στράβων 662.
Greek Monolingual
δυσέκφορος, -ον και δυσεκφόρητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα προφέρεται.