δυσανάδοτος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, hard to assimilate, Diph.Siph. ap. Ath.3.91e, Gal. 19.364, Hippiatr.1.
Spanish (DGE)
-ον
medic. difícil de distribuir los alimentos por el cuerpo, difícil de asimilar (πίνναι) δύσπεπτοι, δυσανάδοτοι Diph.Siph. en Ath.91e, cf. Paul.Aeg.1.95, Hippiatr.1.4, αἷμα Gal.19.364.
German (Pape)
[Seite 675] schwer zu verdauen, bei Ath. III, 91 e neben δύσπεπτος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάδοτος: -ον, «δυσκολοχώνευτος» αἱ πίνναι Ἀθήν. 91Ε.
Greek Monolingual
δυσανάδοτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αφομοιώνεται.