γλαφυρότης
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
ητος, ἡ, subtlety, θεωρίας Ph.1.521, cf. 530 (pl.); elegance, ἔργων J.AJ12.2.9; παραβολῶν Luc.Dem.Enc.6, cf. Phld. Rh.1.165S.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 agudeza, sutileza γ. συνεχοῦς θεωρίας la sutileza de una teoría bien encadenada Ph.1.521.
2 elegancia ἡ ποικιλία τῶν ἔργων καὶ γ. la variedad y elegancia de las labores artesanales I.AI 12.69, γ. λέξεων I.AI 20.264, cf. Phld.Rh.1.165, plu. ἥδομαι ... τὰς τῶν παραβολῶν ... γλαφυρότητας disfruto con la elegancia de las metáforas Luc.Dem.Enc.6.
Greek (Liddell-Scott)
γλαφυρότης: -ητος, ἡ, = γλαφυρία, Λουκ. Δημ. 6, Φίλων 1. 170.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. γλαφυρία.
Étymologie: γλαφυρός.
Greek Monotonic
γλαφῠρότης: -ητος, ἡ = γλαφυρία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
γλᾰφῠρότης: ητος ἡ Luc. = γλαφυρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαφυρότης -ητος, ἡ γλαφυρός elegantie, verfijndheid. Luc. 58.6.