Ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → The mountain was in labor—even Zeus was afraid—but gave birth to a mouse
Full diacritics: γεράζω | Medium diacritics: γεράζω | Low diacritics: γεράζω | Capitals: ΓΕΡΑΖΩ |
Transliteration A: gerázō | Transliteration B: gerazō | Transliteration C: gerazo | Beta Code: gera/zw |
honour, EM 8.5, 227.43; — Pass., Hsch.
honrar, EM 82, 227.43G.
[Seite 484] ein Ehrengeschenk geben, VLL.
(I)
γερνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αόρ.) εγέρασα του γερνώ, κατά τα ρ. σε -άζω].
(II)
γεράζω (Α) γέρας
απονέμω γέρας, τιμητικό βραβείο σε κάποιον.