γονυκαμψεπίκυρτος

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠκαμψεπίκυρτος Medium diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Low diacritics: γονυκαμψεπίκυρτος Capitals: ΓΟΝΥΚΑΜΨΕΠΙΚΥΡΤΟΣ
Transliteration A: gonykampsepíkyrtos Transliteration B: gonykampsepikyrtos Transliteration C: gonykampsepikyrtos Beta Code: gonukamyepi/kurtos

English (LSJ)

ον, twisting the knee awry, of the gout, Luc.Trag. 203.

Spanish (DGE)

-ον retuercerrodillas Ποδάγρα Luc.Trag.203.

German (Pape)

[Seite 502] das Knie ganz krumm biegend, ποδάγρα Luc. Tragodop. 202.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠκαμψεπίκυρτος: -ον, ὁ τὸ γόνυ πάντῃ κυρτὸν ποιῶν, ποδάγρα Λουκ. Τραγῳδοπ. 203·― οὕτω, γονῠκαυσάγρυπνα, ἡ, ἡ τηροῦσα τὸν ἄνθρωπον ἄγρυπνον ἐκ τῆς φλογώσεως τοῦ γόνατος, αὐτόθι 201, κατὰ Λ. Δινδ. ἀντὶ γονυκλαυσ-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui courbe et raccourcit les genoux (la goutte).
Étymologie: γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος.

Greek Monolingual

γονυκαμψεπίκυρτος, -ον (Α)
(για την ποδάγρα) που στραβώνει το γόνατο.

Russian (Dvoretsky)

γονυκαμψεπίκυρτος: искривляющий колени (ποδάγρα Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυκαμψεπίκυρτος -ον γόνυ, κάμπτω, ἐπίκυρτος kom. woordvorming die knieën scheefdraait. Luc. 69.203 (van jicht).