αἰχμαλωτίς

From LSJ
Revision as of 12:13, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίς Medium diacritics: αἰχμαλωτίς Low diacritics: αιχμαλωτίς Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΣ
Transliteration A: aichmalōtís Transliteration B: aichmalōtis Transliteration C: aichmalotis Beta Code: ai)xmalwti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, captive, S.Aj.1228, E.Tr.28, LXX Ge.31.26. 2. Adj. fem. of αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας S.Aj. 71.

Spanish (DGE)

(αἰχμᾰλωτίς) -ίδος
1 prisionera, cautiva χεῖρες S.Ai.71, γυνή E.Andr.962, Hec.1094, 1016, 1120, Θηβαῖαι E.Ph.185, κόραι E.Ph.564, τῶν αἰχμαλωτίδων νεῶν D.C.51.19.2.
2 subst. la prisionera, la cautiva τὸν ἐκ τῆς αἰχμαλωτίδος al de la cautiva (hijo), S.Ai.1228, cf. E.Hec.615, Tr.28, Plb.10.18.7, τὰς θυγατέρας μου ὡς αἰχμαλωτίδας LXX Ge.31.26.

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, Σοφ. Αἴ. 1228. Εὐρ. Τρῳ. 28. 2) ἐπίθ. θηλ. τοῦ αἰχμάλωτος, τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας, Σοφ. Αἴ. 71.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. de captive;
2 subst.αἰχμαλωτίς captive de guerre.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Greek Monolingual

αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) αἰχμάλωτος
1. (ως επίθ. θηλ. του αιχμάλωτος
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.

Greek Monotonic

αἰχμᾰλωτίς: -ίδος, ἡ, θηλ. του αἰχμάλωτος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτίς: ίδος adj. f пленная: τὰς αἰχμαλωτίδας χέρας δεσμοῖς ἀπευθύνειν Soph. связывать назад руки пленников.
ίδος ἡ пленница Soph., Eur.

Middle Liddell

[from αἰχμάλωτος [fem. of αἰχμάλωτος, Soph.]