αὐτοπροαίρετος

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοπροαίρετος Medium diacritics: αὐτοπροαίρετος Low diacritics: αυτοπροαίρετος Capitals: ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: autoproaíretos Transliteration B: autoproairetos Transliteration C: aftoproairetos Beta Code: au)toproai/retos

English (LSJ)

ον, A self-chosen, κακία Hierocl. in CA24p.473M., cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv. αὐτοπροαιρέτως = with one's own free will, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108 D. II Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.; τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον = free will, Olymp. in Grg.p.264J.

Spanish (DGE)

-ον
I que se elige libremente, elegido o decidido libremente τὸν εὐεργέτην ... αὐτοπροαίρετον Hell.11/12.478 (Mileto, imper.), κακία Eus.DE 9.4.3, cf. HE 1.2.19, Hierocl.in CA 24.21, μηδὲν αὐτοπροαιρέτῳ βουλῇ κινούμενον nada que es movido por voluntad divina Leont.H.Nest.M.86.1513D, ὁ ... αὐτοπροαιρέτῳ γνώμῃ μετανοήσας el que se arrepiente por propia voluntad Io.Iei.Poenit.M.88.1909D.
II 1que decide o elige por sí mismo ψυχὴ αὐ. αὐτοκίνητος, αὐτεξούσιος Rh.4.27.3, βούλησις καὶ αὐ. πρὸς τὴν αἵρεσιν Meth.Res.1.38.
2 τὸ αὐ. subst. libre albedrío τὸ ἔμψυχον καὶ τὸ ἐπὶ τῇ κινήσει αὐ. Plu.Vit.Hom.105, τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον Olymp.in Grg.19.3.
III adv. -ως por sí mismo, por propia decisión κολάζεσθαι Simp.in Epict.p.108.

German (Pape)

[Seite 400] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοπροαίρετος: -ον, ὁ τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἰδίᾳ προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτοπροαίρετος, -ον) προαιρούμαι
1. αυτός που γίνεται με την ελεύθερη θέληση κάποιου, θεληματικός
2. αυτός που ενεργεί ελεύθερα, αυτόβουλα
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτοπροαίρετον
δύναμη εκλογής.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοπροαίρετος: самопроизвольный (κίνησις Arst.).