ἀδιέξοδος
Ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → Terrae, ubi versaris peregre, obsequere legibus → Als Fremder folge dem Gesetz des Gastlandes
English (LSJ)
ον, A that cannot be gone through, τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a14. 2 having no outlet, of places, App.Mith.100, Plu.2.957d. II Act., unable to get out, AP 11.395 (Nicarch.), cf Plu.2.679b, Ocell.1.15.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede atravesar σήραγγες Procop.Goth.4.1.9.
2 que no tiene salida χωρίον App.Mith.100, κοιλότης Plu.2.957d.
3 infinito, ilimitado τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a14 (var.), cf. Ocell.17.
4 que no puede salir πορδή AP 11.395 (Nicarch.), φῦσαι Aret.SD 2.3.5, 2.8.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιέξοδος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διεξέλθῃ, τὸ ἄπειρον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 5, 2. 2) μὴ ἔχων διέξοδον, ἐπὶ τόπων, Ἀππ. Μιθρ. 100. II. ἐνεργ., ἀνίκανος νὰ ἐξέλθῃ διὰ μέσου, Ἀνθ. II. 11. 395, πρβλ. Πλούτ. 2. 679B.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans issue.
Étymologie: ἀ, διέξοδος.
Greek Monotonic
ἀδιέξοδος: -ον, Ενεργ., ανίκανος να εξέλθει διαμέσου, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιέξοδος:
1) Arst. = ἀδιεξίτητος;
2) не имеющий выхода, закрытый (χοιλότης Plut.).
Middle Liddell
act., unable to get out, Anth.