ἀνέφικτος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, out of reach, unattainable, Ph.1.228,al., Phld.Rh. 1.27S., Plu.2.54d, Luc.Herm.67, Jul.Or.2.82d.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inalcanzable ἀνεφίκτου πράγματος ἐρᾷ Ph.1.228, οὐρανός LXX 3Ma.2.15, δύναμις Plu.2.54d, ἀνέφικτοι τοῖς εἰσακοντίζειν πειρωμένοις I.AI 17.260, φύσις Iul.Or.3.82d, cf. Luc.Herm.67, Pr.Im.23
•subst. τό, τά: ὁ ἄφρων νοῦς ἀνεφίκτων ἐρῶν Ph.1.59, cf. Phld.Rh.2.17, Aenesidamus Gnossius en Phot.Bibl.170b.11, Aristeas 223.
2 gram. inadmisible gramaticalmente, agramatical ἄλλου δὲ ῥήματος ἐπιφερομένου ἀ. ἡ πρόσθεσις τοῦ ἄρθρου A.D.Synt.76.2, cf. 43.15, 66.11, 275.9.
II adv. -ως de modo incomprensible del Padre τὸν μὲν πατέρα ... γεγεννηκέναι ἀνεφίκτως Symb.Ant.345 en Ath.Al.Syn.26.3.
German (Pape)
[Seite 227] unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέφικτος: -ον, ὁ μὴ ἐφικτός, Πλούτ. 2. 54D, Λουκ. Ἑρμότ. 67, πρβλ. τοῦ αὐτ. Ἀλκ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible, inabordable.
Étymologie: ἀ, ἐφικνέομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέφικτος, -ον)
1. ακατόρθωτος, ανεπίτευκτος, απραγματοποίητος
αρχ.
απλησίαστος με τη σκέψη, ακατανόητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέφικτος: неприступный, недосягаемый (ὕψος Plut.; ἀδύνατος καὶ ἀ. ἀνθρώπῳ Luc.).