ἀνακόλλημα
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ατος, τό, adhesive plaster, Dsc.2.135, Aët.7.70.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
venda o emplasto adhesivo Dsc.2.135, Eup.1.50, Asclep.Iun. en Gal.12.726, Heraclid. en Gal.12.741, Crit.Hist. en Gal.13.788, Aët.7.70.
German (Pape)
[Seite 193] τό, das Angeleimte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακόλλημα: τό, τὸ ἐπικεκολλημένον, Διοσκ. 2. 164.
Greek Monolingual
το (Α ἀνακόλλημα) ἀνακολλῶ
αυτό που κολλιέται επάνω σε κάποια επιφάνεια και ειδικότερα το έμπλαστρο που κολλιέται επάνω στο δέρμα για θεραπευτικούς λόγους, κατάπλασμα, μπλάστρι.