ἀνακαμπή
From LSJ
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
English (LSJ)
ἡ, bend at the end of a rod, Bito50.10; of a tube, Hero Spir.1.8, 2.33.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
curva, codo κόρακας σιδηροῦς ... ἔχοντας δύο ἀνακαμπάς Bito 50.9, de un tubo, Hero Spir.1.8, 2.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακαμπή: ἡ, κάμψις, Βίτων Μηχ. σ. 108.
Greek Monolingual
η (Α ἀνακαμπή) ἀνακάμπτω
κάμψη, κύρτωμα προς τα επάνω ή προς τα πίσω, στροφή, γύρισμα.