ἀποκίκω
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
3pl. aor. ἀπέκιξαν, dash to the ground, Ar.Ach.869 (Boeot.).
Spanish (DGE)
tirar τἄνθια τᾶς γλάχωνος ἀπέκιξαν χαμαί Ar.Ach.869.
German (Pape)
[Seite 306] nimmt Buttm. (Schol. Od. 11, 579) als Stamm an von ἀπέκιξαν, welches der Böotier Ar. Ach. 834 spricht, sie schmissen fort: Andere ἀποκίχω.
French (Bailly abrégé)
disperser.
Étymologie: ἀπό, *κίκω, mot béotien.
Greek Monolingual
ἀποκίκω (Α)
ρίχνω καταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + κίκω (άχρ. ενεστ. του δωρ. αορ. έκιξα = ήνεγκα, α’ αόρ. του φέρω)].
Russian (Dvoretsky)
ἀποκίκω: беот. (3 л. pl. aor. ἀπέκιξαν) рассеивать, рассыпать (τἄνθεια χαμαί Arph.).