ἀποκηδεύω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
cease to mourn for, τινά Hdt.9.31.
Spanish (DGE)
1 c. ac. dejar de llorar por Μασίστιον Hdt.9.31.
2 enterrar en v. pas. SEG 6.220 (Frigia).
German (Pape)
[Seite 306] einen Verstorbenen zu beweinen aufhören, τινά Her. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκηδεύω: παύομαι θρηνῶν, τινὰ Ἡρόδ. 9 31.
French (Bailly abrégé)
cesser de pleurer, achever les funérailles, acc..
Étymologie: ἀπό, κηδεύω.
Greek Monolingual
ἀποκηδεύω (Α)
σταματώ να θρηνώ κάποιον.
Greek Monotonic
ἀποκηδεύω: μέλ. -σω, παύω να θρηνώ για, τινά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκηδεύω: кончать оплакивать (τινά Her.).