ἀτίετος

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτίετος Medium diacritics: ἀτίετος Low diacritics: ατίετος Capitals: ΑΤΙΕΤΟΣ
Transliteration A: atíetos Transliteration B: atietos Transliteration C: atietos Beta Code: a)ti/etos

English (LSJ)

[ῐ], ον, (τίω) A unhonoured, A.Eu.385, 839 (both lyr.). II Act., not honouring or regarding, φίλων E.Ion 701 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
1 no honrado, que no recibe honores ἀτίετα ... λάχη de las prerrogativas de las Erinis, A.Eu.385.
2 no honroso μύσος A.Eu.839, 872, cf. Supp.853 (text. dud.).
3 c. gen. que no honra como debe, que desdeña πόσις δ' ἀ. φίλων E.Io 701.

German (Pape)

[Seite 386] 1) ungeehrt, Aesch. Eum. 363 u. öfter. – 2) nicht ehrend, verachtend, φίλων, die Freunde, Eur. Ion. 700.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίετος: [ᾰ], -ον, (τίω) μὴ τιμηθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 385, 839. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ τιμῶν τι, τινος Εὐρ. Ἴων 700.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non honoré.
Étymologie: , τίω.

Greek Monolingual

ἀτίετος, -ον (Α)
1. παθ. αυτός που δεν τον τιμά κανείς, περιφρονημένος
2. εκείνος που δεν τιμά, που περιφρονεί κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τίω «απονέμω σε κάποιον τιμή». Ο τ. σχηματίστηκε ανωμάλως κατ' αντιδιαστολή προς το άτιτος].

Greek Monotonic

ἀτίετος: -ον (τίω
I. αυτός που δεν τιμήθηκε, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν τιμά ή δεν σέβεται, τινος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτίετος: (ῑ)
1) непочитаемый, неуважаемый Aesch.;
2) неуважающий, презирающий (τινος Eur.).

Middle Liddell

[τίω]
I. unhonoured, Aesch.
II. act. not honouring or regarding, τινος Eur.