εἰλαπιναστής
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207. II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.
Spanish (DGE)
(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
convive d'un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.
English (Autenrieth)
banqueter, guest, Il. 17.577†.
Greek Monolingual
εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.
Greek Monotonic
εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εἰλᾰπῐναστής: οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.
Middle Liddell
εἰλᾰπῐναστής, οῦ,
a feaster, quest, boon-companion, Il. [from εἰ˘λᾰπίνη]