εἰλαπιναστής

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλᾰπῐναστής Medium diacritics: εἰλαπιναστής Low diacritics: ειλαπιναστής Capitals: ΕΙΛΑΠΙΝΑΣΤΗΣ
Transliteration A: eilapinastḗs Transliteration B: eilapinastēs Transliteration C: eilapinastis Beta Code: ei)lapinasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207. II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.

Spanish (DGE)

(εἰλᾰπῐναστής) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): dór. -άς Call.Cer.87
participante en un festín, comensal ἐπεί οἱ ἑταῖρος ἔην φίλος εἰ. Il.17.577, cf. Call.l.c., Phld.Piet.815, Ath.362e, epít. de Dioniso, Orph.Fr.207, epít. de Zeus entre los chipriotas, Hegesand.30, cf. SEG 20.307 (Chipre IV/III a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
convive d'un festin εἰλαπίνη.
Étymologie: εἰλαπίνη.

English (Autenrieth)

banqueter, guest, Il. 17.577†.

Greek Monolingual

εἰλαπιναστής, ο (Α)
1. αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
2. επίκληση του Διός στην Κύπρο.

Greek Monotonic

εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, συνδαιτημόνας, προσκεκλημένος, ευχάριστος ομοτράπεζος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰλᾰπῐναστής: οῦ ὁ участник пиршества, пирующий, сотрапезник Hom.

Middle Liddell

εἰλᾰπῐναστής, οῦ,
a feaster, quest, boon-companion, Il. [from εἰ˘λᾰπίνη]