ἐκκαθαρίζω

From LSJ
Revision as of 15:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκᾰθᾰρίζω Medium diacritics: ἐκκαθαρίζω Low diacritics: εκκαθαρίζω Capitals: ΕΚΚΑΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: ekkatharízō Transliteration B: ekkatharizō Transliteration C: ekkatharizo Beta Code: e)kkaqari/zw

English (LSJ)

= ἐκκαθαίρω (cleanse out, clear out, polish up, clear off, clear away), LXX De. 32.43.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lat. excatarisso Petron.67.10
I gener. limpiar totalmente τὸ πρόσωπον ... μεμολυσμένον Ath.686d
hacer limpia, apurar, excatarissasti me, me dejaste limpio de dinero, Petron.l.c., τὸν ἀμητὸν αὑτῶν καὶ τὴν ὁδόν de hormigas Phys.B 255.4.
II relig.
1 purificar c. ac. de lugar τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ LXX De.32.43.
2 limpiar, eliminar c. ac. de la impureza quitada πονηρίαν LXX Id.20.13B.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαθαρίζω: τῷ προηγ., Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 43).

Greek Monolingual

και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω)
νεοελλ.
1. απαλλάσσω κάτι απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο
2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν
3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε»)
4. (για λογαριασμό) τακτοποιώ, βρίσκω το πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο
5. φρ. ()ξεκαθάρισε
βγαίνει ασφαλές συμπέρασμα ότι...