ἐλαιοφυτεία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, planting of olives, St.Byz.s.v. Φελλεύς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ plantío de olivos, olivar St.Byz.s.u. Φελλεύς.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοφῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. φελλεύς.
Greek Monolingual
η (AM ἐλαιοφυτεία)
1. η φύτευση ελαιοδένδρων
2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.