ἐκναρκάω
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
become quite torpid or sluggish, Plu.Cor.31.
Spanish (DGE)
entumecerse, entorpecerse ἐκνεναρκηκότα ... σώματα Plu.Cor.31.
German (Pape)
[Seite 769] gänzlich erstarren, Plut. Cor. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκναρκάω: ἀποναρκοῦμαι, τοῖς ἐκνεναρκηκόσι κομιδῇ καὶ παραλελυμένοις σώμασιν ὁμοίως διέκειτο Πλουτ. Κορ. 31.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être profondément engourdi.
Étymologie: ἐκ, ναρκάω.
Greek Monotonic
ἐκναρκάω: μέλ. -ήσω, ναρκώνομαι, μουδιάζω εντελώς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκναρκάω: цепенеть (τὰ ἐκνεναρκηκότα σώματα Plut.).