ἑλίγδην

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλίγδην Medium diacritics: ἑλίγδην Low diacritics: ελίγδην Capitals: ΕΛΙΓΔΗΝ
Transliteration A: helígdēn Transliteration B: heligdēn Transliteration C: eligdin Beta Code: e(li/gdhn

English (LSJ)

Adv., (ἑλίσσω) whirling, rolling, A.Pr.882 (anap.); cf. εἱλίγδην.

Spanish (DGE)

adv. en círculo τροχοδινεῖται δ' ὄμμαθ' ἑ. A.Pr.882; cf. εἱλίγδην.

German (Pape)

[Seite 797] gewunden, Aesch. Prom. 884.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλίγδην: ἐπίρρ. (ἑλίσσω) περιστοφάδην, τροχοδινεῖται δ’ ὄμμαθ’ ἑλίγδην Αἰσχύλ. Πρ. 882.

French (Bailly abrégé)

adv.
en roulant dans leurs orbites en parl. d’yeux égarés.
Étymologie: ἑλίσσω.

Greek Monolingual

ἑλίγδην)
επίρρ. με περιστροφική κίνηση
νεοελλ.
φρ. «ελίγδην πλους» — πλους με ελιγμούς για την αποφυγή υποβρυχιακών επιθέσεων.

Greek Monotonic

ἑλίγδην: επίρρ. (ἑλίσσω), σπειροειδώς, τυλιχτά, κουλουριαστά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἑλίγδην: adv. кружась, вращаясь: τροχοδινεῖται ὄμμαθ᾽ ἑ. Aesch. глаза блуждают вокруг.

Middle Liddell

ἑλίσσω
whirling, rolling, Aesch.