γεροντία
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ἡ, Lacon., = γερουσία, X.Lac.10.1.
Spanish (DGE)
v. γερουσία.
German (Pape)
[Seite 486] ἡ, Versammlung der Geronten in Sparta, Xen. Lac. 10, 1, = γερουσία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
assemblée des vieillards ou sénat à Sparte.
Étymologie: lac. c. γερουσία.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος τοῦ Γερουσία, Ξεν. Λακ. 10, 1.
Greek Monolingual
γεροντία, η (δωρ. τ.) (Α)
η γερουσία.
Greek Monotonic
γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος του γερουσία, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γεροντία: ἡ лак. Xen. = γερουσία.