διέτμαγεν
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
διέτμᾰγον, v. διατμήγω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Act. de διατμήγω;
3ᵉ pl. épq. ao.2 Pass. de διατμήγω.
Greek (Liddell-Scott)
διέτμᾰγεν: διέτμᾰγον, ἴδε ἐν λ. διατμήγω.
English (Autenrieth)
see διατμήγω.
Greek Monotonic
διέτμᾰγεν: Επικ. αντί διετμάγησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του διατμήγω· -έτμᾰγον, Ενεργ. αόρ. βʹ.