θεσμοφοριάζω
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
English (LSJ)
keep the Thesmophoria, X.HG5.2.29, Gloss.Oxy.1802.35; Θεσμοφοριάζουσαι, name of a play by Aristophanes.
German (Pape)
[Seite 1203] die Thesmophorien feiern, Xen. Hell. 5, 2, 29; αἱ θεσμοφοριάζουσαι ein Stück des Aristophanes.
French (Bailly abrégé)
célébrer les Thesmophories.
Étymologie: Θεσμοφόρια.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφοριάζω: τελῶ τὰ θεσμοφόρια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· Θεσμοφοριάζουσαι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀριστοφ.
Greek Monolingual
θεσμοφοριάζω (Α) θεσμοφόρια
1. (για γυναίκες) εορτάζω τα θεσμοφόρια
2. (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Θεσμοφοριάζουσαι
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.
Greek Monotonic
θεσμοφοριάζω: διεξάγω, τελώ τα Θεσμοφόρια, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θεσμοφοριάζω: справлять праздник тесмофории (ἐν τῇ Καδμείᾳ Xen.): Θεσμοφοριάζουσαι женщины, справляющие праздник тесмофории (название комедии Аристофана).
Middle Liddell
[from θεσμοφόρια
to keep the Thesmophoria, Ar., Xen.