εὔχιλος

From LSJ
Revision as of 18:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῑλος Medium diacritics: εὔχιλος Low diacritics: εύχιλος Capitals: ΕΥΧΙΛΟΣ
Transliteration A: eúchilos Transliteration B: euchilos Transliteration C: eychilos Beta Code: eu)/xilos

English (LSJ)

ον, A rich in fodder, κάπη Lyc.95. II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.

Greek Monolingual

εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].

Greek Monotonic

εὔχῑλος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῑλος: много съедающий (ἵππος Xen.; ζῷα Arst.).

Middle Liddell

εὔ-χῑλος, ον
of a horse, feeding well, Xen.