εὐόνειρος

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόνειρος Medium diacritics: εὐόνειρος Low diacritics: ευόνειρος Capitals: ΕΥΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: euóneiros Transliteration B: euoneiros Transliteration C: evoneiros Beta Code: eu)o/neiros

English (LSJ)

ον, having auspicious dreams, Str. 16.2.35; bringing such dreams, νύξ Hld.3.5; εὐ. καὶ ἄλυπα, opp. φοβερόν, Plu.2.83d.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht träumend, Strab. XVI, 761; mit guten Träumen, νύξ, Hel. 3, 5; τὰ εὐόνειρα, gute Träume, Plut. prof. virtut. sent. p. 262.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure des rêves agréables ; τὰ εὐόνειρα PLUT rêves agréables.
Étymologie: εὖ, ὄνειρος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόνειρος: -ον, ὁ βλέπων εὐχάριστα ὄνειρα, Στράβ. 761· φέρων εὐχάριστα ὄνειρα, νὺξ Ἡλιόδ. 3. 5· τὰ εὐ., εὐχάριστα ὄνειρα, Πλούτ. 2. 83D.

Greek Monolingual

εὐόνειρος, -ον (Α)
1. αυτός που βλέπει ευχάριστα όνειρα
2. αυτός που φέρνει ευχάριστα όνειρα («εὐόνειρόν τε ᾔτει τὴν νύκτα», Ηλιόδ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόνειρον
το ευχάριστο όνειρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όνειρος / όνειρον].