εἰσκαλαμάομαι

From LSJ
Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσκᾰλᾰμάομαι Medium diacritics: εἰσκαλαμάομαι Low diacritics: εισκαλαμάομαι Capitals: ΕΙΣΚΑΛΑΜΑΟΜΑΙ
Transliteration A: eiskalamáomai Transliteration B: eiskalamaomai Transliteration C: eiskalamaomai Beta Code: ei)skalama/omai

English (LSJ)

(κάλαμος 1.2) haul in, as an angler the fish which he has hooked, Ar.V.381.

Spanish (DGE)

(εἰσκᾰλᾰμάομαι)
cóm. capturar como a un pez pescado con caña μ' εἰσκαλαμᾶσθαι de Filocleón descolgándose con una cuerda, Ar.V.382.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
prendre à la ligne.
Étymologie: εἰς, κάλαμος.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος Ι. 2) ἀποθ. ἀντὶ ἐκκαλαμάομαι, ἐπὶ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἀνασπῶ, ἀνέλκω. Ἀριστοφ. Σφ. 381.

Greek Monotonic

εἰσκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., παίρνω μέσα, τραβώ, έλκω, όπως εκείνος που ψαρεύει με πετονιά το ψάρι που έχει αγκιστρωθεί σ' αυτήν, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκᾰλᾰμάομαι: староатт. ἐσκαλαμάομαι κάλαμος досл. выуживать, ирон. втаскивать (τινα Arph.).

Middle Liddell

κάλαμος II. 2]
to haul in as an angler the fish which he has hooked, Ar.