Σπερχειός

From LSJ
Revision as of 18:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
le Spercheios, propr. « le rapide », fl. de Thessalie.
Étymologie: σπέρχω.

Greek (Liddell-Scott)

Σπερχειός: ὁ, δηλ. ὁ ὁρμητικός, ὁ σπεύδων (ἐκ τοῦ σπέρχω), ποταμὸς τῆς Θεσσαλίας, Ἰλ.

English (Autenrieth)

Spercheius, a river in Thessaly; as river-god the father of Menestheus, Il. 16.174, , Il. 23.144.

Greek Monotonic

Σπερχειός: ὁ, ο Σπερχειός, δηλ. Ορμητικός (από σπέρχω), ποταμός της Θεσσαλίας, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Σπερχειός: ион. Σπερχηϊός ὁ Сперхей (река в южн. Фессалии) Hom., Her.

Middle Liddell

Σπερχειός, οῦ, ὁ,
the Spercheius, i. e. rapid (from σπέρχὠ, a river of Thessaly, Il.