θηλυμελής
English (LSJ)
ές, singing in soft strain, Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες AP 9.184.
German (Pape)
[Seite 1207] ἀηδών, weiblich, zart singend, Ep. ad. 519 (IX, 184).
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
θηλυμελής: -ές, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, ἡ ᾄδουσα μετὰ γλυκείας καὶ μελῳδικῆς φωνῆς, Ἀνθ. Π. 9. 184.
Greek Monolingual
θηλυμελής, -ές (Α)
(για το αηδόνι) αυτός που ψάλλει με γλυκιά και μελωδική φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -μελής (< μέλος «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, θελξιμελής].
Greek Monotonic
θηλυμελής: -ές (μέλος), αυτός που τραγουδά με γλυκειά και μελωδική φωνή, σε Ανθ. Π.