εμμελής

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

-ές (Α ἐμμελής, -ές)
μελωδικός, αρμονικός
αρχ.
1. (για ποιητή) γλυκός, μελωδικός
2. (για πράγμ.) καλαίσθητος, κομψός
3. πετυχημένος («τὴν ἐμμελῆ ταύτην... ἐπὶ τῷ καλῷ προσεποιεῖτο παιδείαν», Πλούτ.)
4. μέτριος, μικρός
5. (για πρόσ.) ευπρεπής, κόσμιος
6. (για πρόσ.) αρμόδιος, κατάλληλος
7. επιμελής.