θαλύσιος
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
German (Pape)
[Seite 1185] zu dem Feste der Thalysien (s. θαλύσια) gehörig, ἄρτος Ath. III, 114 a, das aus dem ersten Korne der neuen Erndte gebackene Brot.
French (Bailly abrégé)
ὁ - ἄρτος,
pain fait avec les prémices de la récolte et offert à Déméter.
Étymologie: θάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
θαλύσιος: ον = θάργηλος, εἶδος ἄρτου, Ἀθήν. 114Α.
Greek Monolingual
θαλύσιος, ό (Α)
φρ. «θαλύσιος ἄρτος» — ο άρτος που παράγεται από τους πρώτους καρπούς της συγκομιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλύς (< θ. θαλ- του θάλλω)].