θρομβώδης
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ες,= θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.
German (Pape)
[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.
Greek Monolingual
-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.
Greek Monotonic
θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).