βληχάζω
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
= βληχάομαι (bleat), Autocr. 3.
Spanish (DGE)
balar Autocr.3, Call.SHell.257.28 (cj.).
German (Pape)
[Seite 449] = folgdm, Autocr. com. B. A. 336.
French (Bailly abrégé)
c. βληχάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βληχάζω: τῷ ἑπομ., Αὐτοκρ. (Ἀδήλ. 1) ἐν Α. Β. 336.
Greek Monolingual
βληχάζω (Α)
βληχώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. βληχάζω είναι παράλληλος τ. του βληχώμαι].