εἱληθερής

From LSJ
Revision as of 18:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἱληθερής Medium diacritics: εἱληθερής Low diacritics: ειληθερής Capitals: ΕΙΛΗΘΕΡΗΣ
Transliteration A: heilētherḗs Transliteration B: heilētherēs Transliteration C: eilitheris Beta Code: ei(lhqerh/s

English (LSJ)

ές, (εἵλη, θέρω) warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἐλαιθ- SHell.1019; εἰλη- Gal.11.389; ἐλαθ- Hsch.
calentado al sol ὕδωρ SHell.l.c., cf. Hp. en Gal.19.97, Gal.Consuet.123, Hdn.Philet.42, Hsch., τὸ μήτε ψυχρὸν ἐπιφανῶς μήτε θερμόν, ἀλλ' οἷον τὸ καλούμενον εἰληθερές ni manifiestamente frío ni caliente, sino, como lo llaman, templado al sol Gal.11.389; cf. εἱλοθερής, ἐλειθερής.

German (Pape)

[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chauffé au soleil.
Étymologie: εἵλη, θέρος.

Greek (Liddell-Scott)

εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.

Greek Monolingual

εἰληθερής, -ές (Α)
ζεστός από τον ήλιο.

Greek Monotonic

εἱληθερής: -ές (θέρω), αυτός που θερμαίνεται, ζεσταίνεται από τον ήλιο.

Middle Liddell

εἱλη-θερής, ές θέρω
warmed by the sun.