αἰθριοκοιτέω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
sleep in the open air, Theoc.8.78, Antyll. ap. Orib. 9.3.8.
Spanish (DGE)
dormir al sereno, al aire libre Theoc.8.78, Stob.4.37.30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se coucher ou dormir en plein air.
Étymologie: αἴθριος, κοίτη.
Greek (Liddell-Scott)
αἰθριοκοιτέω: κοιμῶμαι ἐν ὑπαίθρῳ, Θεόκρ. 8. 78.
Greek Monotonic
αἰθριοκοιτέω: μέλ. -ήσω (κοίτη), κοιμάμαι στο ύπαιθρο, στον ανοικτό αέρα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰθριοκοιτέω: спать на открытом воздухе Theocr.
Middle Liddell
κοίτη
to sleep in open air, Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰθριοκοιτέω αἰθρία, κοίτη in de open lucht slapen, onder de blote hemel slapen.