Βορεάς

From LSJ
Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Βορεάς Medium diacritics: Βορεάς Low diacritics: Βορεάς Capitals: ΒΟΡΕΑΣ
Transliteration A: Boreás Transliteration B: Boreas Transliteration C: Voreas Beta Code: *borea/s

English (LSJ)

poet. Βορειάς and Βορηϊάς, άδος, ἡ,
A Boread, daughter of Boreas, S.Ant.985 (lyr.), Orph.A.738:—also Βορηΐς, ΐδος, Nonn.D. 33.211.
II as fem. Adj., northern, πνοαί A.Fr.195.

Spanish (DGE)

-άδος
• Alolema(s): Βορειάς Orph.A.738, Nonn.D.37.121, 38.406
adj. fem.
1 boreal, del Norte ἀήτα B.17.91, πνοαί A.Fr.195, αὔρη Nonn.D.37.121, νύσση Nonn.D.38.406.
2 subst. ἡ Β. Boréade, hija de Boreas ref. a Cleopatra, S.Ant.985, Orph.l.c.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
la fille de Borée.
Étymologie: Βορέας.

Greek (Liddell-Scott)

Βορεάς: Ἰων. Βορειάς, Ποιητ. Βορηιάς, άδος, ἡ, θυγάτηρ τοῦ Βορέου, Σοφ. Ἀντ. 985· ὡσαύτως Βορηίς, ίδος, Νόνν. Δ. 33. 211. ΙΙ. καθόλου ὡς θηλ. ἐπίθ., βορεία, ἐκ τοῦ βορρᾶ ἐρχομένη, πνοαὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.

Greek Monolingual

Βορεάς (-άδος) και Βορειάς και Βορηιάς, η (Α) Βορέας
1. η κόρη του Βορρά
2. ως επίθ. (για την πνοή του ανέμου) αυτή που έρχεται από τον βορρά.

Greek Monotonic

Βορεάς: Ιων. Βορειάς, ποιητ. Βορηϊάς, -άδος, , κόρη του Βορέα, Βορεάδα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

Βορεάς: άδος adj. f северная (πνοαί Aesch.).
άδος ἡ Бореада, дочь Борея, т. е. Κλεοπάτρα (внучка Эрехтея) Soph.