διομαλύνω
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
distribute evenly, Plu.2.130d.
Spanish (DGE)
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
French (Bailly abrégé)
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
Greek Monolingual
διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).