εἱλιτενής

From LSJ
Revision as of 19:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

German (Pape)

[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'allonge en spirale, plante.
Étymologie: εἱλίσσω, τείνω.

Greek (Liddell-Scott)

εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.

Greek Monotonic

εἱλιτενής: -ές, προσων. του φυτού ἄγρωστις, σε Θεόκρ. (πιθ. από τα ἕλος, τείνω), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.

Russian (Dvoretsky)

εἱλιτενής: ἕλος тянущийся по болотам, по друг. ἑλίσσω вьющийся (ἄγρωστις Theocr.).

Middle Liddell


epith. of the plant ἄγρωστις, Theocr., prob. from ἕλος, τείνω spreading through marshes.