θεόφιν
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
English (LSJ)
Ep. gen. and dat., sg. and pl., of θεός.
French (Bailly abrégé)
gén. et dat. pl. épq. de θεός.
Greek (Liddell-Scott)
θεόφιν: Ἐπικ. γεν. καὶ δοτ. ἑνικ. καὶ πληθ. τοῦ θεός.
Greek Monotonic
θεόφιν: Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του θεός.
Russian (Dvoretsky)
θεόφιν: эп. gen. и dat. sing. и pl. к θεός I.
Middle Liddell
[epic gen. and dat. sg. and pl. of θεός.]