κακόμετρος

From LSJ
Revision as of 21:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόμετρος Medium diacritics: κακόμετρος Low diacritics: κακόμετρος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: kakómetros Transliteration B: kakometros Transliteration C: kakometros Beta Code: kako/metros

English (LSJ)

ον, in bad metre, unmetrical, Plu.2.747f, etc.; τὸ κ. Phld.Po.Herc.1676.8.

German (Pape)

[Seite 1301] schlecht, falsch gemessen; στίχοι Schol. Il. 22, 379; τοῖς ἄγαν πεζοῖς καὶ κακομέτροις Plut. Symp. 9, 15, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mal mesuré.
Étymologie: κακός, μέτρον.

Greek (Liddell-Scott)

κακόμετρος: -ον, ἐν τῇ μετρικῇ ἐπὶ στίχου, ἔχων κακὸν μέτρον, Πλούτ. 2. 747F, κλ.

Greek Monolingual

κακόμετρος, -ον (Α)
1. (μετρική) ο στίχος που έχει κακό μέτρο
2. το ουδ. ως ουσ. (μετρική) τὸ κακόμετρον
το εσφαλμένο μέτρο, η κακομετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. μονόμετρος, ομοιόμετρος].

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόμετρος: плохо отмеренный (στίχος Plut.).