λυσίπονος

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῡσίπονος Medium diacritics: λυσίπονος Low diacritics: λυσίπονος Capitals: ΛΥΣΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: lysíponos Transliteration B: lysiponos Transliteration C: lysiponos Beta Code: lusi/ponos

English (LSJ)

ον, releasing from toil, labour-lightening, θεράποντες Pi.P.4.41; λ. τελευτά death that frees from care, Id.Fr.131.1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui délivre des chagrins ou des soucis (mort, sommeil, etc.).
Étymologie: λύω, πόνος.

Greek (Liddell-Scott)

λῡσίπονος: -ον, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ κόπου, ἀνακουφίζων τὸν κόπον, θεράποντες Πινδ. Π. 4. 72· λ. τελευτά, ὁ θάνατος ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ φροντίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 96.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λυσίπονος, -ον)
αυτός που ανακουφίζει από τους κόπους και τις ταλαιπωρίες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυσίπονον
κολλύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + πόνος (πρβλ. δορίπονος, παυσίπονος)].

Greek Monotonic

λῡσίπονος: [ῐ], -ον, αυτός που ανακουφίζει από τον μόχθο, που λυτρώνει από τον κόπο, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

λῡσίπονος: (ῐ) освобождающий от трудов (θεράποντες Pind.; ὕπνος Anth.).

Middle Liddell

λῡσί-πονος, ον
releasing from toil, Pind.