κηρωτός

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

German (Pape)

[Seite 1435] mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ κηρωτή, ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mêlé de cire ; ἡ κηρωτή cérat.
Étymologie: κηρόω.

Greek (Liddell-Scott)

κηρωτός: -ή, -όν, (κηρόω) κεκαλυμμένος μὲ κηρόν· κηρωτή, ἡ, = κήρωμα 2, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ ἢ ἀλοιφὴ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς ἰατροῖς, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1176· εἶδος ἀλοιφῆς πρὸς καλλωπισμόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 309· ὡσαύτως κηρωτόν, τό, Πλίν., Martial.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κηρωτός, -ή, -όν)
κηρώ
νεοελλ.
1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα»)
2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» — η κηραλοιφή
β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» — φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα, το τσιρότο
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.κηρωτή
αλοιφή από κερί για ιατρική ή και καλλωπιστική χρήση.

Greek Monotonic

κηρωτός: -ή, -όν (κηρόω), ο καλυμμένος με κερί· κηρωτή, , έμπλαστρο ή αλοιφή, σε Αριστοφ.